φασματομετρία

φασματομετρία
η, Ν [φασματόμετρο]
μελέτη φασμάτων που διεξάγεται με φασματόμετρα καθώς και εφαρμογή τής φασματοσκοπίας στις φυσικές μεθόδους ανάλυσης μέσω τής ποιοτικής και ποσοτικής μέτρησης τών ακτινοβολιών, με ανάλογο όργανο, που μπορεί να είναι φωτοηλεκτρικός εντοπιστής ή άλλη συσκευή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυύδωρ — Επιστημονική ονομασία ουσίας με εντελώς ιδιαίτερες ιδιότητες, η οποία πιθανώς αποτελεί πολυμερή μορφή του ύδατος. Η ανακάλυψή του ανάγεται στο 1967, όταν ο Ρώσος επιστήμονας Μπόρις Ντεριάγκιν ανακοίνωσε τα αποτελέσματα των σχετικών ερευνών του,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”